θηλυπρεποῦς

θηλυπρεποῦς
θηλυπρεπής
befitting a woman
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηλυδριώ — θηλυδριῶ, άω (Α) [θηλυδρίας] φέρομαι σαν θηλυδρίας, έχω συμπεριφορά θηλυπρεπούς …   Dictionary of Greek

  • μύρτων — μύρτων, ὁ (Α) σκωπτική ονομασία μαλθακού και θηλυπρεπούς ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ων (πρβλ. κισσ ών, κοπρ ών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”